- αντιστρεπτοκοκκικός
- -ή, -ό ο κατάλληλος για την καταπολέμηση του στρεπτόκοκκου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… … Dictionary of Greek